φρενικός

φρενικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις φρένες
2. αυτός που έχει φρενοπάθεια
3. ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο διάφραγμα
4. φρ. α) «φρενική νόσος»
ιατρ. φρενοπάθεια
β) «φρενικό νεύρο»
ανατ. κλάδος τού αυχενικού πλέγματος, κυρίως από το τέταρτο αυχενικό νεύρο, ο οποίος εισέρχεται στον θώρακα πίσω από τη στερνοκλειδική άρθρωση, περνώντας μεταξύ υποκλείδιας αρτηρίας και φλέβας, εν συνεχεία πορεύεται προς τη ρίζα τού σύστοιχου πνεύμονα, για να δώσει κυρίως κινητικές ίνες στο σύστοιχο ημιδιάφραγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φρεν- τής λ. φρην*. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο. Ως επιστημ. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. phrenic].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φρενικεκτομία — η, Ν ιατρ. φρενικοτομία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phrenicectomie (< φρενικός + εκτομή)] …   Dictionary of Greek

  • φρενικοτομία — η, Ν ιατρ. η φρενικοεξαίρεση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phrenicotomy < φρενικός + τομία (< τομος < τόμος < τέμνω)] …   Dictionary of Greek

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”